ακρόθεν

ακρόθεν
επίρρ. с конца; с края

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ακρόθεν" в других словарях:

  • ακρόθεν — ἀκρόθεν επίρρ. (Α) [ἄκρα] από την άκρη ή από την κορυφή …   Dictionary of Greek

  • ἀκρόθεν — from the end indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτόθεν — αὐτόθεν και θε επίρρ. (AM) από αυτόν τον τόπο, από αυτό το σημείο αρχ. 1. φρ. οἱ αὐτόθεν οι επιχώριοι, οι ντόπιοι 2. αφ εαυτού, αυτόματα, αυθόρμητα 3. αμέσως στη στιγμή 4. σαφώς φανερά 5. εσπευσμένα, βιαστικά 6. απλώς μόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός +… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»